ἱματιοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμᾰτιοπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς ἐνδυμάτων, Κριτίας 54, Συλλ. Ἐπιγρ. 3433· θηλ. ἱματιόπωλις, ιδος, Ἀθήν. 76Δ· ἡ ἱματ. ἀγορὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 78, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532, κἑξ. | |lstext='''ἱμᾰτιοπώλης''': -ου, ὁ, πωλητὴς ἐνδυμάτων, Κριτίας 54, Συλλ. Ἐπιγρ. 3433· θηλ. ἱματιόπωλις, ιδος, Ἀθήν. 76Δ· ἡ ἱματ. ἀγορὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 78, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532, κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἱματιοπώλης]] και θηλ. ίματιοπῶλις, -ιδος)<br />[[πωλητής]] ιματίων, [[πωλητής]] ενδυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιμάτιον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαχανο</i>-[[πώλης]], <i>μυρο</i>-[[πώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A clothes-dealer, CritiasFr.64D., UPZ8.32 (ii B.C.), AJP 38.418 (Egypt), Ephes.3p.146 (εἱμ-), Ptol.Tetr.179:—also in form εἱματοπ., Gloss.:—fem. ἱμᾰτιό-πωλις, ιδος, IG2.3650, Ath.3.76a; ἡ ἱ. ἀγορά Poll.7.78:
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Kleiderverkäufer, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτιοπώλης: -ου, ὁ, πωλητὴς ἐνδυμάτων, Κριτίας 54, Συλλ. Ἐπιγρ. 3433· θηλ. ἱματιόπωλις, ιδος, Ἀθήν. 76Δ· ἡ ἱματ. ἀγορὰ Πολυδ. Ζ΄, 78, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532, κἑξ.
Greek Monolingual
ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, -ιδος)
πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο-πώλης, μυρο-πώλης.