ἰξίνη: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_12)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξίνη''': ῑ, ἡ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, ἀκάνθης τῆς ἰξίνης καλουμένης, ἐξ ἧς συνήγετο ἡ [[μαστίχη]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2.
|lstext='''ἰξίνη''': ῑ, ἡ, [[εἶδος]] ἀκάνθης, ἀκάνθης τῆς ἰξίνης καλουμένης, ἐξ ἧς συνήγετο ἡ [[μαστίχη]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰξίνη]], ἡ (Α) [[ιξός]]<br />το [[φυτό]] [[ατρακτυλίς]] η κομμιοφόρος.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξίνη Medium diacritics: ἰξίνη Low diacritics: ιξίνη Capitals: ΙΞΙΝΗ
Transliteration A: ixínē Transliteration B: ixinē Transliteration C: iksini Beta Code: i)ci/nh

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,=

   A ἰξία 11, pine-thistle, Atractylis gummifera, Thphr.HP 6.4.3; ἄκανθα ἡ ἰ. ib.9.1.2, al.: confused with ἑλξίνη by Plin.HN21.94,22.41.

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, eine niedrige, distelähnliche Stachelpflanze, von der man eine Art Mastix sammelte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξίνη: ῑ, ἡ, εἶδος ἀκάνθης, ἀκάνθης τῆς ἰξίνης καλουμένης, ἐξ ἧς συνήγετο ἡ μαστίχη, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2.

Greek Monolingual

ἰξίνη, ἡ (Α) ιξός
το φυτό ατρακτυλίς η κομμιοφόρος.