ἰόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_19)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰόπεπλος''': -ον, φορῶν πέπλον χρώματος ἴου, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἰόπλοκος]].
|lstext='''ἰόπεπλος''': -ον, φορῶν πέπλον χρώματος ἴου, Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἰόπλοκος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰόπεπλος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] πέπλο με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πεπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>πεπλος</i>, <i>καλλί</i>-<i>πεπλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόπεπλος Medium diacritics: ἰόπεπλος Low diacritics: ιόπεπλος Capitals: ΙΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: iópeplos Transliteration B: iopeplos Transliteration C: iopeplos Beta Code: i)o/peplos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A with violet robe, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἰόπεπλος: -ον, φορῶν πέπλον χρώματος ἴου, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰόπλοκος.

Greek Monolingual

ἰόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό-πεπλος, καλλί-πεπλος].