ἱππωνία: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(6_11)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππωνία''': ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, [[Πολυδ]]. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία [[εἶναι]] πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|lstext='''ἱππωνία''': ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, [[Πολυδ]]. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία [[εἶναι]] πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἱππωνία]], ιων. τ. ἱππωνίη)<br />η [[προμήθεια]] ίππων, η [[αγορά]] ίππων, [[κυρίως]] για τον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[φόρος]] για την [[πώληση]] ίππων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῡμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βο</i>-<i>ωνία</i>, <i>ελαι</i>-<i>ωνία</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππωνία Medium diacritics: ἱππωνία Low diacritics: ιππωνία Capitals: ΙΠΠΩΝΙΑ
Transliteration A: hippōnía Transliteration B: hippōnia Transliteration C: ipponia Beta Code: i(ppwni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A buying of horses, Id.Eq.Mag.1.12 (with v.l. ἱππωνεία, which is found in codd. of Eq.1.1,3.1), Poll.1.182.    II tax on sale of horses, SIG4 (Cyzicus, vi B.C.).

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, = ἱππωνεία, Poll. 1, 182.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππωνία: ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, Πολυδ. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

Greek Monolingual

η (Α ἱππωνία, ιων. τ. ἱππωνίη)
η προμήθεια ίππων, η αγορά ίππων, κυρίως για τον στρατό
αρχ.
φόρος για την πώληση ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ωνία (< -ώνης < ὠνοῡμαι), πρβλ. βο-ωνία, ελαι-ωνία].