ἰσοκλεής: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσοκλεής''': -ές, ἴσον ἔχων [[κλέος]], ἴσην ἔχων δόξαν, ἰσόδοξος, Εὐσέβ. ΙΙ. 60Α, Καισάριος 1024. - Ἐπίρρ. ἰσοκλεῶς, Νικ. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 256-7, ἔκδ. Μί. | |lstext='''ἰσοκλεής''': -ές, ἴσον ἔχων [[κλέος]], ἴσην ἔχων δόξαν, ἰσόδοξος, Εὐσέβ. ΙΙ. 60Α, Καισάριος 1024. - Ἐπίρρ. ἰσοκλεῶς, Νικ. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 256-7, ἔκδ. Μί. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσοκλεής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[δόξα]] με άλλον, [[ισόδοξος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοκλεῶς</i> (Μ)<br />με ισοκλεή τρόπο, με ίση [[δόξα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-<i>κλεής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>κλεής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A equal in glory, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 1264] ές, an Ruhm gleich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοκλεής: -ές, ἴσον ἔχων κλέος, ἴσην ἔχων δόξαν, ἰσόδοξος, Εὐσέβ. ΙΙ. 60Α, Καισάριος 1024. - Ἐπίρρ. ἰσοκλεῶς, Νικ. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 256-7, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
ἰσοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος.
επίρρ...
ἰσοκλεῶς (Μ)
με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο-κλεής, μεγαλο-κλεής].