καθευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=découvrir ; <i>Pass.</i> καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l’a trouvée préparant la sépulture.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὑρίσκω]].
|btext=découvrir ; <i>Pass.</i> καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l’a trouvée préparant la sépulture.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὑρίσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καθευρίσκω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθευρίσκομαι</i><br />[[παρευρίσκομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]] («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καθευρίσκομαι</i><br />καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που [[διαπράττω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὑρίσκω]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθευρίσκω Medium diacritics: καθευρίσκω Low diacritics: καθευρίσκω Capitals: ΚΑΘΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: katheurískō Transliteration B: katheuriskō Transliteration C: kathevrisko Beta Code: kaqeuri/skw

English (LSJ)

   A discover, Luc.Ocyp.68:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning... S.Ant.395 (prob. f.l. for καθῃρέθη she was caught).

German (Pape)

[Seite 1283] (s. εὑρίσκω), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.

Greek (Liddell-Scott)

καθευρίσκω: εὑρίσκω, ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα καθαιρέω ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

découvrir ; Pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l’a trouvée préparant la sépulture.
Étymologie: κατά, εὑρίσκω.

Greek Monolingual

καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὑρίσκω.