κακοθερής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_7)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοθερής''': -ές, = [[κακοθέρειος]], κακοθερεῖς [[φύσεις]] Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.
|lstext='''κακοθερής''': -ές, = [[κακοθέρειος]], κακοθερεῖς [[φύσεις]] Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοθερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[κακοθέρειος]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[ανίκανος]] ή [[ακατάλληλος]] να υπομείνει τη [[θερμότητα]] του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς [[φύσεις]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>θερής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθερής Medium diacritics: κακοθερής Low diacritics: κακοθερής Capitals: ΚΑΚΟΘΕΡΗΣ
Transliteration A: kakotherḗs Transliteration B: kakotherēs Transliteration C: kakotheris Beta Code: kakoqerh/s

English (LSJ)

ές,

   A unfitted to endure summer heat, φύσεις Sor.1.41.

Greek (Liddell-Scott)

κακοθερής: -ές, = κακοθέρειος, κακοθερεῖς φύσεις Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.

Greek Monolingual

κακοθερής, -ές (Α)
1. κακοθέρειος
2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς φύσεις», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θερής (< θέρος), πρβλ. πολυ-θερής].