κακόφημος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(6_17) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακόφημος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323. | |lstext='''κακόφημος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόφημος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[κακό]] όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη [[συνοικία]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ηχεί [[κακώς]], που φέρνει κακές ειδήσεις, [[δυσοίωνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει γεμάτο [[στόμα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόφημον</i><br />κακοί, δυσοίωνοι λόγοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοφήμως</i> (Μ)<br />με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγλαό</i>-<i>φημος</i>, <i>ψευδό</i>-<i>φημος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ill-sounding, ominous, Sch.S.Aj.214; τὸ κ. evil or ominous words, J.BJ6.5.3; of persons, foul-mouthed, Ptol.Tetr.166. Adv. -μως with evil words, abusively, Man.5.323.
German (Pape)
[Seite 1305] von übler Vorbedeutung; – übel berüchtigt, in üblen Ruf bringend, Sp. – Adv., Han. 5, 323.
Greek (Liddell-Scott)
κακόφημος: -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόφημος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφημον
κακοί, δυσοίωνοι λόγοι.
επίρρ...
κακοφήμως (Μ)
με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. αγλαό-φημος, ψευδό-φημος].