Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand

Menander, Monostichoi, 309
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόφλοιος''': -ον, ἔχων κακὸν φλοιόν, «κακόφλουδος», Νικ. Ἀλεξιφ. 331.
|lstext='''κακόφλοιος''': -ον, ἔχων κακὸν φλοιόν, «κακόφλουδος», Νικ. Ἀλεξιφ. 331.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόφλοιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κακό]] φλοιό, κακή [[φλούδα]] ή [[κακό]] [[τσόφλι]], κακόφλουδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φλοιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλοιός]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λεπτό]]-<i>φλοιος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>φλοιος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφλοιος Medium diacritics: κακόφλοιος Low diacritics: κακόφλοιος Capitals: ΚΑΚΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: kakóphloios Transliteration B: kakophloios Transliteration C: kakofloios Beta Code: kako/floios

English (LSJ)

ον,

   A with bad rind, v.l. for κακό-χλοος (q.v.), Nic. Al.331.

German (Pape)

[Seite 1305] mit schlechter Rinde, Nic. Al. 331.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφλοιος: -ον, ἔχων κακὸν φλοιόν, «κακόφλουδος», Νικ. Ἀλεξιφ. 331.

Greek Monolingual

κακόφλοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακό φλοιό, κακή φλούδα ή κακό τσόφλι, κακόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λεπτό-φλοιος, ομοιό-φλοιος].