καρπώσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(6_18)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρπώσιμος''': -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, [[ὠφέλιμος]], Ἀθήν. 478Α.
|lstext='''καρπώσιμος''': -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, [[ὠφέλιμος]], Ἀθήν. 478Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρπώσιμος]], -ον [[κάρπωσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς<br /><b>2.</b> [[προσοδοφόρος]], [[αποδοτικός]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπώσιμος Medium diacritics: καρπώσιμος Low diacritics: καρπώσιμος Capitals: ΚΑΡΠΩΣΙΜΟΣ
Transliteration A: karpṓsimos Transliteration B: karpōsimos Transliteration C: karposimos Beta Code: karpw/simos

English (LSJ)

ον,

   A yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.

German (Pape)

[Seite 1329] wovon man Frucht, Nutzen haben kann, nutzbar, τὰ καρπώσιμα, die Genüsse, Ath. XI, 478 a.

Greek (Liddell-Scott)

καρπώσιμος: -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, ὠφέλιμος, Ἀθήν. 478Α.

Greek Monolingual

καρπώσιμος, -ον κάρπωσις
1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς
2. προσοδοφόρος, αποδοτικός.