καρπαία: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ὄρχησις]];<br />sorte de danse mimée d’origine macédonienne, d’un paysan et d’un malfaiteur qui veut lui voler ses bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ὄρχησις]];<br />sorte de danse mimée d’origine macédonienne, d’un paysan et d’un malfaiteur qui veut lui voler ses bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπαία]], ἡ (Α)<br />μιμική όρχηση τών Θεσσαλών [[κατά]] την οποία ο [[χωρικός]] μαχόταν [[εναντίον]] κάποιου ο [[οποίος]] ήθελε να του κλέψει τα ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[καρπός]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mimic dance of the Thessalians, in which a peasant scuffles with a cattle-stealer, τὴν καρπαίαν . . ἐν τοῖς ὅπλοις ὀρχεῖσθαι X.An.6.1.7, cf. Ath.1.15f:—also κάρπεα, ἡ, Maced., acc. to Hsch.
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, sc. ὄρχησις, der Fruchttanz, Xen. An. 5, 9, 7 u. Max. Tyr. 28, 4 beschrieben; Ath. I, 15 f.
Greek (Liddell-Scott)
καρπαία: ἡ, μιμική τις ὄρχησις τῶν Θεσσαλῶν, καθ᾽ ἣν χωρικὸς μάχεται κατά τινος θέλοντος νὰ κλέψῃ τὰ κτήνη του, μετὰ τοῦτο Αἰνιᾶνες καὶ Μάγνητες ἀνέστησαν οἳ ὠρχοῦντο τὴν καρπαίαν καλουμένην ἐν τοῖς ὅπλοις Ξεν. Ἀν. 6. 1, 7, πρβλ. Ἀθήν. 15F· ἴδε Sturz Μακ. Διαλ. 41. (Πρβλ. κραιπνός).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ὄρχησις;
sorte de danse mimée d’origine macédonienne, d’un paysan et d’un malfaiteur qui veut lui voler ses bœufs.
Étymologie: καρπός.
Greek Monolingual
καρπαία, ἡ (Α)
μιμική όρχηση τών Θεσσαλών κατά την οποία ο χωρικός μαχόταν εναντίον κάποιου ο οποίος ήθελε να του κλέψει τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. καρπός (Ι)].