κατάπυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_16)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπυρος''': -ον, [[διάπυρος]], πεπυρωμένος, ἀναμμένος.
|lstext='''κατάπυρος''': -ον, [[διάπυρος]], πεπυρωμένος, ἀναμμένος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάπυρος]], -ον (Α)<br />[[διάπυρος]], πυρωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>πυρος</i>, <i>διά</i>-<i>πυρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1373] angezündet, sehr feurig, heiß; bei Theocr. an der unter καταπυρίζω angeführten Stelle vermuthet man κάππυρος εὖσα.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπυρος: -ον, διάπυρος, πεπυρωμένος, ἀναμμένος.

Greek Monolingual

κατάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος, πυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυρος (< πῦρ), πρβλ. αμφί-πυρος, διά-πυρος].