κατάστεμα: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(7)
 
(19)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kata/stema
|Beta Code=kata/stema
|Definition=τό, late form of <b class="b3">κατάστημα</b> (q.v.).
|Definition=τό, late form of <b class="b3">κατάστημα</b> (q.v.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάστεμα]], τὸ (Α)<br />(μτγν. τ. του [[κατάστημα]]) [[κατάσταση]], [[διάθεση]] ψυχική («εἰς [[κατάστεμα]] μανίας ἀγηοχώς» — [[αφού]] περιήλθε σε ψυχική [[διάθεση]] μανίας, ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μετγν. τ. του [[κατάστημα]]].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάστεμα Medium diacritics: κατάστεμα Low diacritics: κατάστεμα Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΜΑ
Transliteration A: katástema Transliteration B: katastema Transliteration C: katastema Beta Code: kata/stema

English (LSJ)

τό, late form of κατάστημα (q.v.).

Greek Monolingual

κατάστεμα, τὸ (Α)
(μτγν. τ. του κατάστημα) κατάσταση, διάθεση ψυχική («εἰς κατάστεμα μανίας ἀγηοχώς» — αφού περιήλθε σε ψυχική διάθεση μανίας, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετγν. τ. του κατάστημα].