κατερεθίζω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
(6_7)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατερεθίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρεθίζω]], Κύριλλ.
|lstext='''κατερεθίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ [[ἐρεθίζω]], Κύριλλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατερεθίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[ερεθίζω]])<br /><b>1.</b> [[παροργίζω]], [[εξερεθίζω]], [[υποκινώ]]<br /><b>2.</b> [[εκνευρίζω]], [[εξάπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1397] verstärktes simpl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατερεθίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἐρεθίζω, Κύριλλ.

Greek Monolingual

κατερεθίζω (Α)
(επιτ. τ. του ερεθίζω)
1. παροργίζω, εξερεθίζω, υποκινώ
2. εκνευρίζω, εξάπτω.