κεδρελάτη: Difference between revisions
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
(6_9) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεδρελάτη''': ἡ, [[κέδρος]] [[μεγάλη]] ὁμοία πρὸς ἐλάτην, Πλίν. 13. 11, 24. 11. | |lstext='''κεδρελάτη''': ἡ, [[κέδρος]] [[μεγάλη]] ὁμοία πρὸς ἐλάτην, Πλίν. 13. 11, 24. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεδρελάτη]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] συριακή [[κέδρος]], που μοιάζει με το [[έλατο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐλάτη]] «[[έλατο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A Syrian cedar, Juniperus excelsa, Plin.HN13.53, 24.17.
German (Pape)
[Seite 1411] ἡ, die Cedertanne, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρελάτη: ἡ, κέδρος μεγάλη ὁμοία πρὸς ἐλάτην, Πλίν. 13. 11, 24. 11.
Greek Monolingual
κεδρελάτη, ἡ (Α)
το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»].