κεραμευτικός: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραμευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. [[ῥύμη]], = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· [[ἀκολασία]] Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ [[τέχνη]], ἡ τοῦ κεραμέως [[τέχνη]], Διόδ. 19. 1 καὶ 2· [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]], [[Πολυδ]]. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β. | |lstext='''κεραμευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. [[ῥύμη]], = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· [[ἀκολασία]] Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ [[τέχνη]], ἡ τοῦ κεραμέως [[τέχνη]], Διόδ. 19. 1 καὶ 2· [[ἄνευ]] τοῦ [[τέχνη]], [[Πολυδ]]. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[κεραμευτικός]], -ή, -όν) [[κεραμευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην [[τέχνη]] του<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κεραμευτική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[τέχνη]] του κεραμέα, η κεραμική<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κεραμευτικά</i><br />πήλινα είδη, κεραμικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεραμευτικῶς</i> (Α)<br />με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a potter, ὁ κ. τροχός D.S.4.76, cf.S.E.M.10.93; ἀκολασία Luc.Am.11, etc.; ἡ -κὴ τέχνη the potter's art, pottery, D.S.19.1,2: without τέχνη, Poll. 7.161; τὰ κ. earthenware, PTeb.342.17 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1420] zum Töpfer gehörig; τροχός, Töpferscheibe, D. Sic. 4, 76; S. Emp. adv. phys. 2, 93; τέχνη , Töpferkunst, Poll. 7, 161.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κεραμέα, κερ. ῥύμη, = Κεραμεικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· ὁ κ. τροχὸς Διόδ. 4. 76· ἀκολασία Λουκ. Ἔρωτ. 11, κτλ.· ― ἡ κεραμευτικὴ τέχνη, ἡ τοῦ κεραμέως τέχνη, Διόδ. 19. 1 καὶ 2· ἄνευ τοῦ τέχνη, Πολυδ. 7. 161. Ἐπίρρ. -κῶς, Ὠριγέν. τ. 3. σ. 241Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κεραμευτικός, -ή, -όν) κεραμευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του κεραμέα, η κεραμική
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά
πήλινα είδη, κεραμικά.
επίρρ...
κεραμευτικῶς (Α)
με τρόπο σχετικό με την κεραμευτική.