κερατογλύφος: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
(6_17)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερᾱτογλύφος''': -ον, κατεργαζόμενος τὸ [[κέρας]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμ. 505. 11.
|lstext='''κερᾱτογλύφος''': -ον, κατεργαζόμενος τὸ [[κέρας]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμ. 505. 11.
}}
{{grml
|mltxt=κερατοφλύφος, -ον (Α)<br />αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την [[κατασκευή]] τόξων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-<i>γλύφος</i>, <i>τοκο</i>-<i>γλύφος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτογλύφος Medium diacritics: κερατογλύφος Low diacritics: κερατογλύφος Capitals: ΚΕΡΑΤΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: keratoglýphos Transliteration B: keratoglyphos Transliteration C: keratoglyfos Beta Code: keratoglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A working in horn, Sch.D Il.4.110, EM505.11.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, Hornschnitzer, Schol. Il. 4, 110.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτογλύφος: -ον, κατεργαζόμενος τὸ κέρας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 110, Μέγ. Ἐτυμ. 505. 11.

Greek Monolingual

κερατοφλύφος, -ον (Α)
αυτός που κατεργάζεται τα κέρατα για την κατασκευή τόξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο-γλύφος, τοκο-γλύφος].