κηλήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6_10) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηλήτειρα''': ἡ, ἡ κηλοῦσα, μαγεύουσα, Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ [[ἡσυχάστρια]]. | |lstext='''κηλήτειρα''': ἡ, ἡ κηλοῦσα, μαγεύουσα, Ἡσύχ., [[ὅστις]] ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ [[ἡσυχάστρια]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηλήτειρα]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἡσυχάστρια]]», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηλητήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κηλῶ</i> «[[μαγεύω]], [[θέλγω]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A enchantress, glossed by ἡσυχάστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1431] ἡ, fem. zu κηλητής, Hesych. erkl. ἡσυχάστρια.
Greek (Liddell-Scott)
κηλήτειρα: ἡ, ἡ κηλοῦσα, μαγεύουσα, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἡσυχάστρια.
Greek Monolingual
κηλήτειρα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡσυχάστρια», αυτή που κατακηλεί, που μαγεύει, που θέλγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλητήρ (< κηλῶ «μαγεύω, θέλγω»)].