κισσοποίητος: Difference between revisions

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source
(6_18)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσοποίητος''': -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
|lstext='''κισσοποίητος''': -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κισσοποίητος]], αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ποίητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοποίητος Medium diacritics: κισσοποίητος Low diacritics: κισσοποίητος Capitals: ΚΙΣΣΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: kissopoíētos Transliteration B: kissopoiētos Transliteration C: kissopoiitos Beta Code: kissopoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A made of ivy, δούρατα Luc.Bacch.1.

German (Pape)

[Seite 1443] von Epheu gemacht, δόρατα κιττοπ. Luc. Bacch. 1.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ κισσοῦ, δούρατα Λουκ. Διόνυσ. 1.

Greek Monolingual

κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -ποίητος (< ποιῶ)].