κλάδα: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(6_23)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλάδα''': κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ [[κλάδος]], ὃ ἴδε.
|lstext='''κλάδα''': κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ [[κλάδος]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[μεγάλος]] [[κλάδος]]<br /><b>2.</b> ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων<br /><b>3.</b> [[κλάδεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαδί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>χέρ</i>-<i>α</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάδα Medium diacritics: κλάδα Low diacritics: κλάδα Capitals: ΚΛΑΔΑ
Transliteration A: kláda Transliteration B: klada Transliteration C: klada Beta Code: kla/da

English (LSJ)

κλάδας, metapl. acc. sg. and pl. of κλάδος (q.v.):—but κλᾷδα, κλᾷδας, Aeol. and Dor. acc. sg. and pl. of κλείς.

German (Pape)

[Seite 1445] u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κλάδα: κλάδας, αἰτ. κατὰ μεταπλ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ κλάδος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

η
1. μεγάλος κλάδος
2. ύφασμα με σχήματα κλάδων, βλαστών ή ανθέων
3. κλάδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλ-α, χέρ-α].