κιρσώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(6_7) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιρσώδης''': -ες, = [[κιρσοειδής]], Ἱππ. 94C, Γαλην. | |lstext='''κιρσώδης''': -ες, = [[κιρσοειδής]], Ἱππ. 94C, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κιρσώδης]], -ῶδες) [[κιρσός]]<br /><b>1.</b> [[κιρσοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] κιρσούς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = κιρσοειδής, Hp.Prorrh.2.10, Gal.UP14.7 (Comp.), 10.
German (Pape)
[Seite 1442] ες, = κιρσοειδής, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κιρσώδης: -ες, = κιρσοειδής, Ἱππ. 94C, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες (Α κιρσώδης, -ῶδες) κιρσός
1. κιρσοειδής
νεοελλ.
αυτός που είναι γεμάτος κιρσούς.