κλιβανίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(13_1)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] [[ἄρτος]], ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. [[κριβανίτης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1452.png Seite 1452]] [[ἄρτος]], ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. [[κριβανίτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλιβανίτης]] και [[κριβανίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, [[κλιβανωτός]]<br /><b>2.</b> (κωμ. φρ.) «[[βοῦς]] κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίβανος]] ή [[κρίβανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερημ</i>-[[ίτης]], <i>στεφαν</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1452] ἄρτος, ὁ, Brot, das im Ofen gebacken ist; Diphil. bei Ath. III, 115 e Amips. B. A. 103. Vgl. κριβανίτης.

Greek Monolingual

κλιβανίτης και κριβανίτης, ὁ (Α)
1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός
2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» — βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ερημ-ίτης, στεφαν-ίτης)].