κοινοπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
(6_7) |
(21) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ. | |lstext='''κοινοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοινοπρεπής]], -ές (Μ)<br />αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[κυρίως]] στη [[θεία]] και ανθρώπινη [[φύση]] του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῡ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοινοπρεπῶς</i> (Α)<br />με τρόπο που αρμόζει και στη [[θεία]] και στην ανθρώπινη [[φύση]] του Χριστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>ευ</i>-<i>πρεπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρεπής: -ές, ἁρμόζων ἀπὸ κοινοῦ, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κοινοπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει από κοινού με κάτι άλλο, κυρίως στη θεία και ανθρώπινη φύση του Ι. Χριστού («τήν κοινοπρεπῆ Χριστοῡ θεανδρικήν ἐνέργειαν», Αναστ. Συν.).
επίρρ...
κοινοπρεπῶς (Α)
με τρόπο που αρμόζει και στη θεία και στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο-πρεπής, ευ-πρεπής].