κομμωτής: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κομμώτρια]] (AM [[κομμωτής]] θηλ. [[κομμώτρια]]) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλωπιστής]] (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν [[ὥσπερ]] γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμωτής Medium diacritics: κομμωτής Low diacritics: κομμωτής Capitals: ΚΟΜΜΩΤΗΣ
Transliteration A: kommōtḗs Transliteration B: kommōtēs Transliteration C: kommotis Beta Code: kommwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A dresser, esp. hairdresser, in pl., Arr.Epict.2.23.14, Them.Or.20.238a; beautifier, embellisher, τινος Luc.Merc.Cond.32: metaph., ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῦς τῆς τραγῳδίας κομμωταί Plu.2.348f: abs., Gal.Thras.35.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Schmückende, Putzende, Schminkende; τῆς τραγῳδίας Plut. de glor. Ath. 6; τῆς δεσποίνης Luc. merc. cond. 32.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτής: -οῦ, ὁ, καλλύνων, καλλωπιστής, τινος Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 32, Πλούτ. 2. 348Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui pare avec recherche, qui pomponne ; coiffeur, valet de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομμώτρια (AM κομμωτής θηλ. κομμώτρια) κομμώ (II)]
αυτός που κόβει, χτενίζει και περιποιείται τα μαλλιά
αρχ.
καλλωπιστής (α. «τῷ τῆς δεσποίνης κομμωτῇ», Λουκιαν.
β. «καὶ πῶλοι συνίτωσαν ὥσπερ γυναικὸς πολυτελοῡς τῆς τραγῳδίας κομμωταί», Πλούτ.).