κομπηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(6_18)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομπηγόρος''': -ον, ὁμιλῶν κομπαστικῶς, Ἡσύχ.
|lstext='''κομπηγόρος''': -ον, ὁμιλῶν κομπαστικῶς, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κομπηγόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με κομπασμό, [[κομπαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-<i>ηγόρος</i>, <i>δικ</i>-<i>ηγόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπηγόρος Medium diacritics: κομπηγόρος Low diacritics: κομπηγόρος Capitals: ΚΟΜΠΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kompēgóros Transliteration B: kompēgoros Transliteration C: kompigoros Beta Code: *komphgo/ros

English (LSJ)

ον,

   A speaking boastfully, Hsch. s.v. ἀερολέσχης.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, Großsprecher, Hesych. v. ἀερολέσχης.

Greek (Liddell-Scott)

κομπηγόρος: -ον, ὁμιλῶν κομπαστικῶς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κομπηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγόρος, δικ-ηγόρος].