κορυστός: Difference between revisions
From LSJ
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
(6_10) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυστός''': -ή, -όν, ([[κορύσσω]] ΙΙ) [[ἐπίμεστος]], ἰδίως ἐπὶ πλήρους μέτρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψηκτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 22, Ἡσύχ. (ἐνθα ὁ Κῶδ. κορυτός). | |lstext='''κορυστός''': -ή, -όν, ([[κορύσσω]] ΙΙ) [[ἐπίμεστος]], ἰδίως ἐπὶ πλήρους μέτρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψηκτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 22, Ἡσύχ. (ἐνθα ὁ Κῶδ. κορυτός). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορυστός]], -ή, -όν (Α) [[κορύσσω]]<br /><b>επιγρ.</b> (για [[μέτρα]]) [[ξέχειλος]], [[γεμάτος]], [[σωρευτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (
A κορύσσω 11) raised up, heaped up, esp. of full measure, opp. ψηκτός, IG22.1013.22, al.; cf. κορυτόν· ἐπίμεστον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κορυστός: -ή, -όν, (κορύσσω ΙΙ) ἐπίμεστος, ἰδίως ἐπὶ πλήρους μέτρου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψηκτός, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 22, Ἡσύχ. (ἐνθα ὁ Κῶδ. κορυτός).
Greek Monolingual
κορυστός, -ή, -όν (Α) κορύσσω
επιγρ. (για μέτρα) ξέχειλος, γεμάτος, σωρευτός.