ἐπίμεστος
From LSJ
English (LSJ)
ἐπίμεστον, filled up, in full measure, δωσεῖ πάντ' ἐπίμεστα Call. Cer.134, Poll.4.170: neuter plural as adverb, Pherecr.190, Phryn.PS p.70B.
German (Pape)
[Seite 962] angefüllt, voll, πλουτῶν, wird B. A. 40 πάνυ πλουτῶν erkl.; übh. reichlich, Callim. Cer. 134.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμεστος: -ον, ὑπερπλήρης, δώσει πάντ’ ἐπίμεστα, ὑπέρπλεα, Καλλ. εἰς Δήμ. 134· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Φερεκρ. παρ’ Ἡσυχ. (ἐν Ἀδήλ. 34)· «ἐπίμεστα πλουτῶν: οἷον ὑπερβάλλοντι τῷ μέτρῳ ἀντὶ τοῦ πάνυ πλουτῶν» Φρύν. ἐν Α. Β. 40. 4.
Greek Monolingual
ἐπίμεστος, -ον (Α)
πολύ γεμάτος, υπερπλήρης.