σωρευτός
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
σωρευτή, σωρευτόν, heaped up, Alex.83.
German (Pape)
[Seite 1060] angehäuft, aufgehäuft, Alexis bei Ath. VII, 294 a.
Greek (Liddell-Scott)
σωρευτός: -ή, -όν, ἐπισεσωρευμένος, γόγγρου δ’ ὁμοῦ σωρευτὰ πιμελῆς μέλη ὑπεργέμοντα Ἄλεξις ἐν «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβαις» 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σωρεύω
συσσωρευμένος.