κυανοκρήδεμνος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνοκρήδεμνος''': -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν [[κρήδεμνον]], Κόϊντ. Σμ. 4. 381.
|lstext='''κυᾰνοκρήδεμνος''': -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν [[κρήδεμνον]], Κόϊντ. Σμ. 4. 381.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανοκρήδεμνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που [[φορά]] βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρήδεμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρήδεμνον]] «[[κεφαλόδεσμος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>κρήδεμνος</i>, <i>λιπαρο</i>-<i>κρήδεμνος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοκρήδεμνος Medium diacritics: κυανοκρήδεμνος Low diacritics: κυανοκρήδεμνος Capitals: ΚΥΑΝΟΚΡΗΔΕΜΝΟΣ
Transliteration A: kyanokrḗdemnos Transliteration B: kyanokrēdemnos Transliteration C: kyanokridemnos Beta Code: kuanokrh/demnos

English (LSJ)

ον,

   A with dark-blue κρήδεμνον, Q.S.4.381.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauem Schleier, Thetis, Qu. Sm. 4, 381. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοκρήδεμνος: -ον, ἔχων βαθέως κυανοῦν κρήδεμνον, Κόϊντ. Σμ. 4. 381.

Greek Monolingual

κυανοκρήδεμνος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Θέτιδος) αυτή που φορά βαθυκύανο κεφαλόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -κρήδεμνος (< κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος»), πρβλ. καλλι-κρήδεμνος, λιπαρο-κρήδεμνος].