κυνόσουρα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(6_10)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνόσουρα''': ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, [[ὄνομα]] τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.
|lstext='''κῠνόσουρα''': ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, [[ὄνομα]] τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κυνόσουρα]], ἡ (Α)<br />[[ονομασία]] του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυνός</i> (γεν. εν. του [[κύων]]) <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόσουρα Medium diacritics: κυνόσουρα Low diacritics: κυνόσουρα Capitals: ΚΥΝΟΣΟΥΡΑ
Transliteration A: kynósoura Transliteration B: kynosoura Transliteration C: kynosoura Beta Code: kuno/soura

English (LSJ)

ἡ,

   A dog's-tail, a name for the constellation Ursa Minor, Arat.36, Aglaosth. ap. Eratosth.Cat.2.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόσουρα: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ κυνός, ὄνομα τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς μικρᾶς ἄρκτου, Ἄρατ. 36, Ἐρατοσθ. Καταστ. 2. 2) «φυλὴ Λακωνικὴ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυνόσουρα, ἡ (Α)
ονομασία του αστερισμού της Μικρής Άρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνός (γεν. εν. του κύων) + οὐρά].