κριβάνη: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κριβανωτός]].
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κριβανωτός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κριβάνη]], ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πίτας στους Λάκωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λέξης [[κρίβανος]] (<i>ὁ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑβᾰνη Medium diacritics: κριβάνη Low diacritics: κριβάνη Capitals: ΚΡΙΒΑΝΗ
Transliteration A: kribánē Transliteration B: kribanē Transliteration C: krivani Beta Code: kriba/nh

English (LSJ)

ἡ, or κρῑβᾰν-ης, ὁ,

   A a cake, Alcm.20 (-νωτος codd. Ath.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1508] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβάνη: ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, πλακούντιον, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de gâteau.
Étymologie: cf. κριβανωτός.

Greek Monolingual

κριβάνη, ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)
είδος πίτας στους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λέξης κρίβανος (), με αλλαγή γένους].