κωπηλατικός: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_10) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ. | |lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωπηλατικός]], -ή, -όν) [[κωπηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην [[κωπηλασία]] («κωπηλατικοί αγώνες»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of rowers, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.
German (Pape)
[Seite 1546] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κωπηλατικός, -ή, -όν) κωπηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες»).