λαβάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰβάργῠρος''': -ον, (λαβεῖν) [[λαμβάνω]] χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε. | |lstext='''λᾰβάργῠρος''': -ον, (λαβεῖν) [[λαμβάνω]] χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαβάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παίρνει χρήματα για [[κάτι]], που κάνει [[κάτι]] με [[πληρωμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λαβ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔ</i>-<i>λαβ</i>-<i>ον</i> αόρ. του [[λαμβάνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλ</i>-[[άργυρος]], <i>ψευδ</i>-[[άργυρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A taking money, ὡρολογητής Timo 18.
German (Pape)
[Seite 1] Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβάργῠρος: -ον, (λαβεῖν) λαμβάνω χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε.
Greek Monolingual
λαβάργυρος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. ἔ-λαβ-ον αόρ. του λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλ-άργυρος, ψευδ-άργυρος)].