μονάγκων: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_22) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονάγκων''': -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ [[μετὰ]] ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91. | |lstext='''μονάγκων''': -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ [[μετὰ]] ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονάγκων]], -ωνος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο [[οποίος]] στηριζόταν [[πάνω]] σε κάθετο [[στήριγμα]] και χρησίμευε στην [[εξακόντιση]] λίθων ή και εμπρηστικών υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μόν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγκών]], -<i>ῶνος</i> «[[κλείδωση]], [[βραχίονας]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A one-armed engine to throw projectiles, Ph.Bel. 91.36 (pl.), Apollod.Poliorc.188.6(pl.), al.
German (Pape)
[Seite 201] ωνος, ὁ, mit einem Ellenbogen, eine Maschine, die mit einem anprellenden Arme, ἀγκών, Steine schleuderte, onager, Mathem. vett.
Greek (Liddell-Scott)
μονάγκων: -ωνος, ὁ, πολεμικὴ μηχανὴ μετὰ ἑνὸς μόνον κινητοῦ βραχίονος, πρὸς ἐξακόντισιν βελῶν κτλ., ὅμοιον τῷ καταπέλτῃ, Λατ. onager, Φίλων Βελοπ. σ. 91.
Greek Monolingual
μονάγκων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος πολεμικής μηχανής η οποία είχε έναν μόνο κινητό αγκώνα, δηλ. έναν μόνον βλητικό κινούμενο μοχλό, ο οποίος στηριζόταν πάνω σε κάθετο στήριγμα και χρησίμευε στην εξακόντιση λίθων ή και εμπρηστικών υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόν(ο)- + ἀγκών, -ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»)].