Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάρα: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(SL_2)
(24)
 
Line 2: Line 2:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μάρα</b> ? Σ, B. T. Hom., O. 137: [[μάρη]] γὰρ ἡ [[χείρ]] κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum [[sit]], parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.
|sltr=<b>μάρα</b> ? Σ, B. T. Hom., O. 137: [[μάρη]] γὰρ ἡ [[χείρ]] κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum [[sit]], parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.
}}
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[μαρασμός]], [[στενοχώρια]], [[μαράζι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «η [[σάρα]] και η [[μάρα]] και το [[κακό]] [[συναπάντημα]]» — όχλος, [[συρφετός]]<br />β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πλαστή λ. από τη [[φράση]] «άρες μάρες» (για τη [[χρήση]] της λ. στη [[φράση]] «άρες μάρες» <b>βλ. λ.</b> <i>αρά</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

English (Slater)

μάρα ? Σ, B. T. Hom., O. 137: μάρη γὰρ ἡ χείρ κατὰ Πίνδαρον (αἱ χεῖρες v. l.: “Utrum Pindaro μάρα an μάρεα tribuendum sit, parum liquet,” Schr.; v. Forssman, 135ff.) fr. 310.

Greek Monolingual

η
1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι
2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» — όχλος, συρφετός
β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» — ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη χρήση της λ. στη φράση «άρες μάρες» βλ. λ. αρά)].