μελαγγραφής: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_7) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελαγγρᾰφής''': -ές, ὁ μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]] γεγραμμένος, διφθέραι Εὐρ. Ἀποσπ. 629. | |lstext='''μελαγγρᾰφής''': -ές, ὁ μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]] γεγραμμένος, διφθέραι Εὐρ. Ἀποσπ. 629. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελαγγραφής]], -ές (Α)<br />[[γραμμένος]] με μαύρο [[χρώμα]] («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γραφής]] (<span style="color: red;"><</span> [[γραφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-[[γραφής]], <i>χρυσο</i>-[[γραφής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A marked with black, διφθέραι prob. for μελεγγρ- in E.Fr.627.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγγρᾰφής: -ές, ὁ μὲ μέλαν χρῶμα γεγραμμένος, διφθέραι Εὐρ. Ἀποσπ. 629.
Greek Monolingual
μελαγγραφής, -ές (Α)
γραμμένος με μαύρο χρώμα («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτι-γραφής, χρυσο-γραφής].