λεπτοχειλής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτοχειλής''': -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον. | |lstext='''λεπτοχειλής''': -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπτοχειλής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει λεπτά χείλη, [[λεπτόχειλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χειλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χεῖλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>χειλής</i>, <i>ισο</i>-<i>χειλής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A thin-lipped, ib.528a29; v.l. λεπτόχειλος, ον.
German (Pape)
[Seite 31] ές, mit dünnen Lippen, Ggstz παχυχειλής, Arist. H. A. 4, 4, v. l. λεπτόχειλος.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοχειλής: -ές, ἔχων λεπτὰ χείλη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 7· διάφ. γραφ. λεπτόχειλος, ον.
Greek Monolingual
λεπτοχειλής, -ές (Α)
αυτός που έχει λεπτά χείλη, λεπτόχειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -χειλής (< χεῖλος), πρβλ. επι-χειλής, ισο-χειλής].