Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεσόγαιος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />situé au milieu des terres.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[γαῖα]].
|btext=ος, ον :<br />situé au milieu des terres.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[γαῖα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[μεσόγαιος]], -ον και, -αία, -ον)<br /><b>βλ.</b> [[μεσόγειος]].
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόγαιος Medium diacritics: μεσόγαιος Low diacritics: μεσόγαιος Capitals: ΜΕΣΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: mesógaios Transliteration B: mesogaios Transliteration C: mesogaios Beta Code: meso/gaios

English (LSJ)

ον, also α, ον,

   A inland, in the heart of a country, μ. οἰκέειν Hdt.1.145; τὴν μ. τῆς ὁδοῦ the inland road, Id.7.124, 9.89; μ. πόλεις Plb.2.5.2; ὁ μ., opp. οἱ παράκτιοι, IG5(2).268.25 (Mantinea, i B. C.): Comp. μεσογαιότερος (v.l. -ειό-) Str.13.1.51: Att. also μεσόγεως, ων, Pl.Lg.909c; Ep. μεσσόγεως Call.Dian.37.    II as Subst. μεσόγαια, ἡ, inland parts, interior, Hdt.1.175, 2.7,9, etc.; μεσόγεια, ἡ, Th.1.100, 120, 6.88, D.18.301:—also μεσόγαια, τά, App.BC4.53.    2 μεσόγεια, ἡ, continent, Call.Del.168.    III Μεσόγειοι, οἱ, inhabitants of the interior of Attica, IG22.1245.

German (Pape)

[Seite 138] mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόγαιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, ὁ κείμενος εἰς τὰ ἐσωτερικὰ μέρη χώρας τινός, μ. οἰκέειν Ἡρόδ. 1. 145· τὴν μ. τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 7. 124· - Ἀττ. καὶ μεσόγεως, ων, Πλάτ. Νόμ. 909Α· Ἐπικ. μεσσόγεως, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 37. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. μεσογαία, ἡ, τὸ ἐσωτερικὸν τῆς χώρας, τὰ μεσόγεια μέρη, Λατ. loca mediterranea, Ἡρόδ. 1. 175., 2. 7, 9, κτλ.· οὕτω μεσογεία, ἡ, Θουκ. 1. 100, 120., 88, Δημ. 326. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au milieu des terres.
Étymologie: μέσος, γαῖα.

Greek Monolingual

-ο (Α μεσόγαιος, -ον και, -αία, -ον)
βλ. μεσόγειος.