λαεργής: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(6_7)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾱεργής''': -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. [[εὐεργής]]).
|lstext='''λᾱεργής''': -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. [[εὐεργής]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[λαεργής]], -ές (Α)<br />κατασκευασμένος από λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] «[[λίθος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[λιθο]]-<i>εργής</i>, <i>μυλο</i>-<i>εργής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱεργής Medium diacritics: λαεργής Low diacritics: λαεργής Capitals: ΛΑΕΡΓΗΣ
Transliteration A: laergḗs Transliteration B: laergēs Transliteration C: laergis Beta Code: laergh/s

English (LSJ)

ές,

   A made of stone, Nic.Th.708 (v.l. εὐεργής).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱεργής: -ές, εἰργασμένος ἐκ λίθου, Νικ. Θ. 707 (ἀλλ. εὐεργής).

Greek Monolingual

λαεργής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής, μυλο-εργής].