λατύπος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
(6_3) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾱτύπος''': [ῠ], ὁ, (λᾶς [[τύπτω]]) ὁ κόπτων λίθους, [[λιθοτόμος]], Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. [[λαοτύπος]]· ― [[ἐντεῦθεν]] λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, [[σμίλη]] Ἡσύχ.· ἡ λ. [[τέχνη]] Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ. | |lstext='''λᾱτύπος''': [ῠ], ὁ, (λᾶς [[τύπτω]]) ὁ κόπτων λίθους, [[λιθοτόμος]], Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. [[λαοτύπος]]· ― [[ἐντεῦθεν]] λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, [[σμίλη]] Ἡσύχ.· ἡ λ. [[τέχνη]] Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λατύπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που κόβει, που [[σπάζει]] λίθους, [[λιθοτόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λᾶας]] <span style="color: red;">+</span> -[[τύπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[σπάζω]], [[χτυπώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ορει</i>-[[τύπος]], <i>χαμαι</i>-[[τύπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A stone-cutter, mason, Hp.Fract.31, S.Fr.530, Gal.Thras. 43, CIG(add.)3827v, al. (Cotiaeum); cf. λαοτύπος.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτύπος: [ῠ], ὁ, (λᾶς τύπτω) ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 773, Σοφ. Ἀποσπ. 477, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827 v, y, κ. ἀλλ., πρβλ. λαοτύπος· ― ἐντεῦθεν λᾱτῠπικός, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πελέκησιν λίθων, σμίλη Ἡσύχ.· ἡ λ. τέχνη Πορφύρ. παρὰ Κυρίλλ.
Greek Monolingual
λατύπος, ὁ (Α)
αυτός που κόβει, που σπάζει λίθους, λιθοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + -τύπος (< τύπτω «σπάζω, χτυπώ»), πρβλ. ορει-τύπος, χαμαι-τύπος.