λαοτύπος

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοτύπος Medium diacritics: λαοτύπος Low diacritics: λαοτύπος Capitals: ΛΑΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: laotýpos Transliteration B: laotypos Transliteration C: laotypos Beta Code: laotu/pos

English (LSJ)

λαοτύπον, cutting stones, σμῖλαι AP7.429.3 (Alc.).
II as substantive, stone-cutter, statuary, APl.4.59 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui taille ou sculpte la pierre ; ὁ λαοτύπος tailleur de pierres.
Étymologie: λᾶος, τύπτω.

German (Pape)

[ᾱ], Steine behauend, σμῖλαι, Alcaeus Mess. 21 (VII.429); als subst. = λατύπος, Agath. 42 (VI.59); Paul.Sil. öfter.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοτύπος: (ῠ) камнетесный, высекающий на камне (σμίλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοτύπος: [ῠ], -ον, κόπτων λίθους, σμίλη Ἀνθ. Π. 7. 429. ΙΙ. ὡς οὐσιασ., ὁ κόπτων λίθους, λιθοτόμος, γλύπτης, ὡς τὸ λατύπος, Ἀνθ. Πλαν. 59.

Greek Monolingual

λαοτύπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.λαοτύπος
λιθοτόμος, γλύπτης
αρχ.
(για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + -τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. ορειτύπος, χοροιτύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

λᾱοτύπος: [ῠ], -ον (τύπτω
I. αυτός που σπάζει λίθους, εργάτης λατομείου, σμίλη, σε Ανθ.
II. ως ουσ., λιθοτόμος, γλύπτης, στον ίδ.

Middle Liddell

λᾱο-τῠ́πος, ον τύπτω
I. cutting stones, σμίλη Anth.
II. as substantive a stone-cutter, statuary, Anth.