λαχανωνυμία: Difference between revisions
From LSJ
μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men
(6_9) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰχᾰνωνυμία''': ἡ, ([[ὄνομα]]) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, [[διότι]] ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558. | |lstext='''λᾰχᾰνωνυμία''': ἡ, ([[ὄνομα]]) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, [[διότι]] ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαχανωνυμία]], ἡ (Μ)<br />[[ονομασία]] που δίνεται σε κάποιον από [[λάχανο]] («σὺ [[πλέον]] ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάχανον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωνυμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ώνυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. και δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πατρ</i>-<i>ωνυμία</i>, <i>φερ</i>-<i>ωνυμία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A naming after λάχανα, Tz.H.4.558.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνωνυμία: ἡ, (ὄνομα) σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ, διότι ὀνομάζεσαι Λαχανᾶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4, 558.
Greek Monolingual
λαχανωνυμία, ἡ (Μ)
ονομασία που δίνεται σε κάποιον από λάχανο («σὺ πλέον ἐπαυχῶν τῇ λαχανωνυμίᾳ» Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -ωνυμία (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ωνυμία, φερ-ωνυμία].