λέγνον: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(6_21) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέγνον''': τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ [[ἄκρα]], χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10. | |lstext='''λέγνον''': τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ [[ἄκρα]], χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λέγνον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> η έγχρωμη [[παρυφή]] του ιματίου που [[είναι]] παράλληλη με την [[ούγια]]<br /><b>2.</b> τα [[άκρα]] της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[λέγνον]] και ο παρλλ. τ. [[λέγνη]] (<b>Ησύχ.</b>) [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. <i>lagati</i>, <i>lagna</i>- «προσκολλώμαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A coloured edging or border of a garment parallel to the ὤα or selvage, Poll.7.62, Hsch. 2 τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης border of the womb, Hp.Mul.2.144.
German (Pape)
[Seite 21] τό, Saum, Rand, bes. bunter Saum an dem Kleide, der angewebt war, VLL.; übh. Rand, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λέγνον: τό, ἡ παρυφὴ τοῦ ἱματίου παράλληλον τῇ ᾤα, «οὔγιᾳ», «λέγνα δὲ τὰ ἐν τῷ ἱματίῳ ἑκατέρου μέρους» Πολυδ. Ζ΄, 62 (κοινῶς λίγνα)· «λέγνα· τὸ ἔσχατον» Ἡσύχ. 2) τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης, τὰ ἄκρα, χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 656, 10.
Greek Monolingual
λέγνον, τὸ (Α)
1. η έγχρωμη παρυφή του ιματίου που είναι παράλληλη με την ούγια
2. τα άκρα της μήτρας, τα χείλη της («τὰ λέγνα τῆς ὑστέρης», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το λέγνον και ο παρλλ. τ. λέγνη (Ησύχ.) είναι άγνωστης ετυμολ. Έχει υποστηριχθεί ότι συνδέονται με αρχ. ινδ. lagati, lagna- «προσκολλώμαι»].