λεπρύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπρύνομαι''': [[γίνομαι]] τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262. | |lstext='''λεπρύνομαι''': [[γίνομαι]] τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπρύνομαι]] ή [[λεπραίνομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[τραχύς]] και [[γεμίζω]] λέπια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπρός]] ή [[λέπρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be rough and scaly, of snakes, Nic.Th.156 (as v.l.), 262.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρύνομαι: γίνομαι τραχὺς καὶ λεπιδώδης, ἐπὶ ὄφεων, Νικ. Θηρ. 156, 262.
Greek Monolingual
λεπρύνομαι ή λεπραίνομαι (Α)
γίνομαι τραχύς και γεμίζω λέπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπρός ή λέπρα.