λειχομύλη: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
(b)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ἡ, Leckmühle, Mäusename, Batrach. 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ἡ, Leckmühle, Mäusename, Batrach. 29.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειχομύλη]], ἡ (Α)<br />(κωμική [[ονομασία]] ποντικού) αυτή που γλείφει τους μύλους, [[δηλαδή]] που τρώγει το [[αλεύρι]] τών μύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λείχ</i>-του [[λείχω]] <span style="color: red;">+</span> [[μύλος]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, Leckmühle, Mäusename, Batrach. 29.

Greek Monolingual

λειχομύλη, ἡ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτή που γλείφει τους μύλους, δηλαδή που τρώγει το αλεύρι τών μύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ-του λείχω + μύλος.