λειχομύλη
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ἡ, Lick-meal, name of a mouse, name of a mouse, Batr. 29.
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, Leckmühle, Mäusename, Batrach. 29.
Greek Monolingual
λειχομύλη, ἡ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτή που γλείφει τους μύλους, δηλαδή που τρώγει το αλεύρι τών μύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ-του λείχω + μύλος.