λειχομύλη

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειχομύλη Medium diacritics: λειχομύλη Low diacritics: λειχομύλη Capitals: ΛΕΙΧΟΜΥΛΗ
Transliteration A: leichomýlē Transliteration B: leichomylē Transliteration C: leichomyli Beta Code: leixomu/lh

English (LSJ)

ἡ, Lick-meal, name of a mouse, name of a mouse, Batr. 29.

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, Leckmühle, Mäusename, Batrach. 29.

Greek Monolingual

λειχομύλη, ἡ (Α)
(κωμική ονομασία ποντικού) αυτή που γλείφει τους μύλους, δηλαδή που τρώγει το αλεύρι τών μύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λείχ-του λείχω + μύλος.