λευκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />able, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />able, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[λευκίσκος]]) [[λεύκος]]<br />[[γένος]] τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] cyprinidae.
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκίσκος Medium diacritics: λευκίσκος Low diacritics: λευκίσκος Capitals: ΛΕΥΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: leukískos Transliteration B: leukiskos Transliteration C: lefkiskos Beta Code: leuki/skos

English (LSJ)

ὁ, a fish,

   A white mullet, Hices. ap. Ath.7.306e, Gal.6.713.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.

Greek (Liddell-Scott)

λευκίσκος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
able, poisson.
Étymologie: λευκός.

Greek Monolingual

ο (Α λευκίσκος) λεύκος
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae.