λευχείμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_19)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευχείμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἐνδεδυμένος [[λευκά]], Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 53.
|lstext='''λευχείμων''': -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἐνδεδυμένος [[λευκά]], Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 53.
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ο, η (AM [[λευχείμων]], -ονος)<br />αυτός που [[φορά]] [[λευκά]] ενδύματα, ασπροντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>είμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἷμα]] «[[ένδυμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κακο</i>-<i>είμων</i>, <i>λαμπρο</i>-<i>είμων</i>].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευχείμων Medium diacritics: λευχείμων Low diacritics: λευχείμων Capitals: ΛΕΥΧΕΙΜΩΝ
Transliteration A: leucheímōn Transliteration B: leucheimōn Transliteration C: lefcheimon Beta Code: leuxei/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (εἷμα)

   A clad in white, Phint. ap. Stob.4.23.61a; λεώς Ph.2.188, cf. Orph.H.51.11, Aristid.Or.48(24).31.

German (Pape)

[Seite 36] ον, weißgekleidet, Phint. Stob. fl. 74, 61; Orph. H. 50, 10.

Greek (Liddell-Scott)

λευχείμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἐνδεδυμένος λευκά, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 53.

Greek Monolingual

-ονος, ο, η (AM λευχείμων, -ονος)
αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο-είμων, λαμπρο-είμων].