λεπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_14)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.
|lstext='''λεπτόπους''': ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπτόπους]], -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ποῦς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δασύ</i>-[[πους]], [[ταχύ]]-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 07:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπους Medium diacritics: λεπτόπους Low diacritics: λεπτόπους Capitals: ΛΕΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: leptópous Transliteration B: leptopous Transliteration C: leptopous Beta Code: lepto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A with small, delicate feet, Sch.Ar.Av. 1292.

German (Pape)

[Seite 31] -πουν, gen. -ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπους: ὁ, ἡ, ἔχων λεπτοὺς ἢ ἀδυνάτους πόδας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1292.

Greek Monolingual

λεπτόπους, -ουν (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + ποῦς (πρβλ. δασύ-πους, ταχύ-πους].