λοξόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_17)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοξόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων λοξοὺς ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 204.
|lstext='''λοξόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων λοξοὺς ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 204.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λοξόφθαλμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λοξά]] τις κόρες των ματιών, [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λοξός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοντ</i>-<i>όφθαλμος</i>, <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοξόφθαλμος Medium diacritics: λοξόφθαλμος Low diacritics: λοξόφθαλμος Capitals: ΛΟΞΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: loxóphthalmos Transliteration B: loxophthalmos Transliteration C: loksofthalmos Beta Code: loco/fqalmos

English (LSJ)

ον,

   A oblique-eyed, Procl.Par.Ptol.204.

Greek (Liddell-Scott)

λοξόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων λοξοὺς ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 204.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λοξόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει λοξά τις κόρες των ματιών, αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].